Οι αρχικές προσδοκίες για ένα γρήγορο σοκ από την έλευση της πανδημίας που θα ξεπερνιόταν μέσα σε λίγους μήνες, διαψεύδονται.Τα επικρατέστερα σενάρια μέχρι τώρα στηρίζονταν ότι από το καλοκαίρι θα άρχιζε η σταδιακή βελτίωση της κατάστασης. Όμως ενισχύεται διαρκώς η αβεβαιότητα τόσο για τους επόμενους μήνες, όσο και από τον Σεπτέμβριο και μετά.
Οι εκτιμήσεις για την ύφεση αναθεωρούνται προς το χειρότερο, ενώ το μέγεθός της κρίσης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και εξαρτάται από την υγειονομική πλευρά του ζητήματος.
Από την ύπαρξή δηλαδή αποτελεσματικών φαρμάκων, καθώς η διάθεση εμβολίου όπως λένε οι ειδικοί του χώρου, μπορεί να πάρει ένα χρόνο ίσως και περισσότερο. Σε αυτό το κλίμα, το σταδιακό άνοιγμα πρώτα κυρίως με το λιανεμπόριο και στη συνέχεια με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, είναι απαραίτητο και αποτελεί κατ’ αρχήν μια ισχυρή δοκιμασία του κατά πόσο η αγορά μπορεί να προσαρμοστεί ικανοποιητικά στις νέες συνθήκες και να επανέλθει έως ένα βαθμό σε γνώριμες συνθήκες λειτουργίας. Με το άνοιγμα, αποκαθίσταται σταδιακά η διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα και η πλευρά της κρίσης που αφορά την πρόσβαση και την επάρκεια στην προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών. Η πρωτοφανής κρίση, επηρεάζει τόσο την πλευρά της προσφοράς όσο και της ζήτησης. Η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε τομείς όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές και η κατανάλωση που από μόνοι τους «απαιτούν» συνθήκες συνωστισμού, εξωστρέφειας και επικοινωνίας. Οι πρώτες εκτιμήσεις για τον τουρισμό στον οποίο στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ελληνική οικονομία είναι δυσοίωνες και κάνουν λόγο για πτώση ακόμα και άνω του 70%. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι θα χαθούν έσοδα περί τα 14 δις ευρώ που αντιστοιχούν σε περίπου 7% του ΑΕΠ. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε τη ζημία σε κλάδους που η δραστηριότητα τους σχετίζεται με τον τουρισμό, καθώς και σε βασικούς κλάδους για τη χώρα, όπως είναι οι μεταφορές και η ναυτιλία, φαντάζει απόλυτα λογικό το ύψος της ύφεσης να ανέλθει στο ύψος του 10% για εφέτος. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι στον ιδιωτικό τομέα θα χαθούν εισοδήματα άνω των 2 μηνών κατά μέσο όρο. Σημαίνει μείωση βιοτικού επιπέδου και ανεργία, νέος γύρος αύξησης υποχρεώσεων, ενώ σε κίνδυνο μπαίνουν - με ενδεχόμενο κατάρρευσης-, τα έσοδα του κράτους και η ικανότητά του να στηρίζει και να αποπληρώνει απρόσκοπτα τις δικές του υποχρεώσεις. Η μείωση εισοδημάτων, ο φόβος και η αβεβαιότητα για το αύριο, λειτουργούν ως τροχοπέδη που ανατροφοδοτούν την κρίση. Υπό αυτές τις συνθήκες, πώς μπορεί κάποιος να καταναλώσει όπως πριν, να ταξιδέψει άφοβα, να επενδύσει; Είναι προφανές, ότι η μηχανή της οικονομίας είναι και θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό «μπλοκαρισμένη». Τα μέτρα στήριξης και τα δις που έχουν ανακοινωθεί -και έπεται συνέχεια-, έχουν στόχο να διατηρήσουν έως ένα βαθμό την αγοραστική δύναμη των νοικοκυρών και άλλα μέτρα να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις. Οι χρηματικοί πόροι -πέρα από τα φορολογικά και άλλα δημοσιονομικά μέτρα-, στηρίζονται κατά βάση σε ευρωπαϊκές θεσμούς όπως Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΣΜ, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και αποφάσεις όπως η ποσοτική χαλάρωση, το πρόγραμμα SURE για τους εργαζομένους κλπ. Υπάρχει βέβαια κατά ένα μέρος τουλάχιστον και το περίφημο «μαξιλάρι». Να σημειωθεί εδώ, η θετική διάσταση του να είμαστε μέλη της ΕΕ και ειδικότερα της ευρωζώνης, γιατί θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για μια υπερχρεωμένη χώρα με πολλές αδυναμίες, όπως παραμένουμε, ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν αντιμετωπίζαμε μόνοι μας την κρίση. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Χρειάζεται να σχεδιάσουμε πως θα ανταποκριθούμε στις δυσκολίες τους επόμενους μήνες και ειδικά από το Σεπτέμβριο και μετά. Οι επιχειρήσεις στην προσπάθεια επανεκκίνησης είναι απαραίτητο χωρίς καθυστερήσεις να στηριχθούν με ρευστότητα προκειμένου να ανταπεξέλθουν κατ’ αρχήν στις υποχρεώσεις τους (κεφάλαιο κίνησης), με στόχο να διατηρηθεί ο παραγωγικός ιστός και να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία. Ειδική μέριμνα και για ευκολότερη πρόσβαση στις τράπεζες για τις μικρομεσαίες, που είναι πιο ευάλωτες και έχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελληνική οικονομία. Το βασικό στην παρούσα φάση, είναι με προσοχή στο θέμα της υγείας, να στηριχθούν οι επιχειρήσεις και η απασχόληση και επομένως να κρατηθεί η κοινωνία όρθια. Μπαίνουμε σε ένα νέο κύκλο οικονομικής συρρίκνωσης, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε.
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων